δελτιογραφικός

δελτιογραφικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τον δελτιογράφο ή τη δελτιογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελτιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γ. Κωνσταντινίδη Μακεδόνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”